- ρενίνη
- η, Ν(βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο που εκκρίνεται από τα παρασπειραματικά κύτταρα τών νεφρικών σωληναρίων υπό την επίδραση διαφόρων ερεθισμάτων, μεταξύ τών οποίων η πτώση τής πίεσης τής νεφρικής αρτηρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. renin < λατ. renes «νεφρά»].
Dictionary of Greek. 2013.